- λιόλουστος
- -η, -οβλ. ηλιόλουστος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ηλιόλουστος — και λιόλουστος, η, ο αυτός που λούζεται από τον ήλιο, ο προσηλιακός, ο ευήλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο * + λουστός (< λούζω). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
λιο- — (I) α συνθετικό λέξεων τής Νέας Ελληνικής (κυρίως λογοτεχνικών ή διαλεκτικών) που σχηματίστηκε από το ηλι(ο) * (< ήλιος), με σίγηση τού αρκτικού η , και δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το β΄ συνθετικό είτε αναφέρεται στον ήλιο (λιοβασίλεμα,… … Dictionary of Greek